καθοσιώσας

καθοσιώσας
καθοσιώσᾱς , καθοσιόομαι
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
καθοσιώσᾱς , καθοσιόω
dedicate
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • оправьдати — ОПРАВЬДА|ТИ (40), Ю, ѤТЬ гл. 1.Признать (признавать) невиновным, оправдать (оправдывать): Не оправьдаи неправьдьнааго аште и дрѹгъ ти ѥсть. (δικαιοῦν) Изб 1076, 27; Съгрѣшѧюштааго въ своѫ д҃шю кто оправдаѥть (δικαιώσει) Там же, 147; разбои||ника… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καθοσιώνω — (AM καθοσιῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι όσιο, ιερό, καθιερώνω 2. προσφέρω ως ανάθημα σε θεό, αφιερώνω αρχ. 1. αγνίζω, εξαγνίζω, καθαρίζω («ἱλασμοῑς τισι καὶ καθαρμοῑς... καθοσιώσας τὴν πόλιν», Πλούτ.) 2. αρραβωνιάζω, μνηστεύω 3. φρ. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • κατοργιάζω — (Α) 1. μυώ κάποιον στα όργια ή τα μυστήρια τα σχετικά με τη λατρεία, καταρτίζω κάποιον στις τελετές τών μυστηρίων («ἱλασμοῑς τισι καὶ καθαρμοῑς καὶ ἱδρύσεσι κατοργιάσας καὶ καθοσιώσας τὴν πόλιν», Πλούτ.) 2. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”